- τριτημέρη
- και τριτημέρᾳ Αβλ. τριθημέρῃ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριθημέρη — και τριτημέρῃ και τριτημέρᾳ Α επίρρ. πριν από τρεις ημέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Δοτικοφανές επίρρ. σχηματισμένο < τρίτη + ἡμέρα] … Dictionary of Greek